τελάρο

From LSJ

πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς → you're mixing the sauce before catching the fish | don't count your chickens before they are hatched | don't count your chickens before they hatch | first catch your hare | first catch your rabbit | first catch your rabbit and then make your stew | first catch your hare, then cook it | first catch your hare, then cook him

Source

Greek Monolingual

το, Ν» 1. πλαίσιο πάνω στο οποίο τεντώνουν το ύφασμα του κεντήματος
2. πλαίσιο για θύρα ή παράθυρο, περβάζι
3. ξύλινο ή πλαστικό κιβώτιο για την τοποθέτηση λαχανικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. telaro].