τεχνίον
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
τό, Dim. of
A τέχνη Pl.R. 495d.
2 in bad sense, a low art, Diph.87.1, Antid.2.4, Polystr.p.17 W., Them.Or.21.246c.
German (Pape)
[Seite 1103] τό, dim. von τέχνη, Plat. Rep. VI, 495 d ῖτέχνιον ist falsch accentuirti; Diphil. bei Ath. II, 55 d, u. öfter.
Russian (Dvoretsky)
τεχνίον: τό ирон. маленькое искусство, занятьице Plat.
Greek (Liddell-Scott)
τεχνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ τέχνη, Πλάτ. Πολ. 495D. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ποταπή, φαύλη τέχνη, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 2, Ἀντίδοτ. ἐν «Πρωτοχόρῳ» 1, 4.
Greek Monolingual
τὸ, Α τέχνη
1. υποκορ. του τέχνη
2. (με κακή σημ.) τέχνη σχετική με ποταπό αντικείμενο («οὐκ ἔστιν οὐδὲν τεχνίον ἐξωλέστερον τοῦ πορνοβοσκοῦ», Θεμίστ.).
Greek Monotonic
τεχνίον: τό, υποκορ. του τέχνη, σε Πλάτ.