τηλέπομπος
From LSJ
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
English (LSJ)
τηλέπομπον, far-sent, far-journeying, φάος A.Ag. 300.
German (Pape)
[Seite 1106] von fernher od. in die Ferne geschickt, φάος Aesch. Ag. 291.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
envoyé au loin.
Étymologie: τῆλε, πέμπω.
Russian (Dvoretsky)
τηλέπομπος: издалека посланный, т. е. далекий (φάος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
τηλέπομπος: -ον, ὁ μακρὰν πεμπόμενος, μακρὰν φθάνων, φάος Αἰσχύλ. Ἀγ. 300. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 203.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που εκπέμπεται, που στέλνεται μακριά («τηλέπομπον φάος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -πομπος (< πομπός < πέμπω), πρβλ. ταχύ-πομπος].
Greek Monotonic
τηλέπομπος: -ον, αυτός που στέλνεται μακριά, που κάνει μακριά διαδρομή, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
τηλέ-πομπος, ον,
far-sent, far-journeying, Aesch.