τιβήν
From LSJ
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
English (LSJ)
ῆνος, ὁ, = τρίπους, Lyc.1104:—also τίβηνος· λέβης, τρίπους, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1109] ῆνος, ὁ, = τρίπους, Dreifuß, Lycophr. 1104, wird von τρίς u. βαίνω abgeleitet, vgl. Lob. parall. 138.
Greek (Liddell-Scott)
τιβήν: ῆνος, ὁ, = τρίπους, Λυκόφρ. 1104. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τιβήν· λέβης, τρίπους».
Greek Monolingual
-ῆνος, ὁ, Α
ο τρίποδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης και ετυμολ.].
Frisk Etymology German
τιβήν: -ῆνος
{tibḗn}
Grammar: m.
Meaning: Dreifuß (Lyk., EM), τίβηνος· λεβης, τρίπους H.
Etymology: Unerklärtes Fremdwort; vgl. Solmsen Beitr. 142.
Page 2,896