τιποτένιος

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. ασήμαντος, χωρίς καμία αξία, μηδαμινός
2. (για πρόσ.) άθλιος, ελεεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τίποτα / τίποτε + κατάλ. -ένιος (πρβλ. λαστιχένιος)].