καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)
-α, -ο, Ν1. ασήμαντος, χωρίς καμία αξία, μηδαμινός2. (για πρόσ.) άθλιος, ελεεινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < τίποτα / τίποτε + κατάλ. -ένιος (πρβλ. λαστιχένιος)].