τοπρίν
From LSJ
Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them
German (Pape)
[Seite 1129] adv., = πρίν, Hom. u. Hes. S, πρίν.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
τοπρίν: το-πρόσθεν, το-πρότερον, το-πρῶτον правильнее раздельно: τὸ πρίν и т. д.
Greek (Liddell-Scott)
τοπρίν: τοπρόσθεν, τοπρότερον, τοπρῶτον, ἴδε ἐν λέξ. πρίν, πρόσθεν, πρότερος.
Greek Monotonic
τοπρίν: τοπρόσθεν, τοπρότερον, τοπρῶτον, προτιμητέα χωριστά.