τοπρίν

From LSJ

Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them

Sophocles, Antigone, 495-496

German (Pape)

[Seite 1129] adv., = πρίν, Hom. u. Hes. S, πρίν.

French (Bailly abrégé)

c. πρίν.
Étymologie: τό, πρίν.

Russian (Dvoretsky)

τοπρίν: το-πρόσθεν, το-πρότερον, το-πρῶτον правильнее раздельно: τὸ πρίν и т. д.

Greek (Liddell-Scott)

τοπρίν: τοπρόσθεν, τοπρότερον, τοπρῶτον, ἴδε ἐν λέξ. πρίν, πρόσθεν, πρότερος.

Greek Monotonic

τοπρίν: τοπρόσθεν, τοπρότερον, τοπρῶτον, προτιμητέα χωριστά.

Middle Liddell

better written divisim τὸ πρίν, etc.