εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
[Seite 1132] adv., = τηνίκα, Soph. O. C. 440; eben so τοτηνικάδε, = τηνικάδε, u. τοτηνικαῦτα, = τηνικαῦτα, Lob. Phryn. p. 50.
c. τὸ τηνίκα.