τράκα
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
Greek Monolingual
η, Ν
1. ο ξηρός και οξύς κρότος που παράγεται από το χτύπημα μαστιγίου
2. σύγκρουση, ιδίως οχήματος, τρακάρισμα
3. φρ. α) «κάνω τράκα» — ζητώ και αποσπώ χρήματα ή αντικείμενα χωρίς να τά επιστρέφω
β) «κάνω τράκες»
(συνήθως σχετικά με ενδυμασία) εντυπωσιάζω, ξεχωρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «ξηρός κρότος που παράγεται από το χτύπημα μαστιγίου» είναι προϊόν ονοματοποιίας από τον ήχο που παράγει το μαστίγιο (βλ. και στράκα), ενώ με τη σημ. τρακάρισμα και μεταφορικά «απόσπαση αντικειμένων» είναι υποχωρητ. παρ. του ρ. τρακάρω].