τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
και τράντασμα το, Ν τραντάζω1. βίαιη δόνηση, απότομος κλονισμός, κραδασμός2. βίαιη κατάρριψη, γκρέμισμα3. μτφ. ψυχικός κλονισμός.