τραχηλιμαῖος
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
v. τραχηλιαῖος.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
du cou.
Étymologie: τράχηλος.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰχηλιμαῖος: ἴδε ἐν λ. τραχηλιαῖος.
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
τραχηλιαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -ιμαῖος (βλ. -αίος), πρβλ. ονυχιμαίος].
German (Pape)
= τραχηλιαῖος, zweifelhaft., s. Lobeck Phryn. 558.