τριβάρβαρος

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐβάρβᾰρος Medium diacritics: τριβάρβαρος Low diacritics: τριβάρβαρος Capitals: ΤΡΙΒΑΡΒΑΡΟΣ
Transliteration A: tribárbaros Transliteration B: tribarbaros Transliteration C: trivarvaros Beta Code: triba/rbaros

English (LSJ)

τριβάρβαρον, thrice-barbarous, Plu.2.14b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
(trois fois càd) tout à fait barbare.
Étymologie: τρίς, βάρβαρος.

German (Pape)

sehr barbarisch, Plut. educ.lib. 20.

Russian (Dvoretsky)

τρῐβάρβᾰρος: трижды, т. е. совершенно варварский Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐβάρβᾰρος: -ον, τρὶς βάρβαρος, Ἰλλυρὶς καὶ τριβάρβαρος Πλούτ. 2. 14Β, Κ. Μανασσ. Χρον. 3539, 3948, 6589, 6604, 6679, κτλ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
ο πολύ βάρβαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι- + βάρβαρος.