νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
τρισαΐδιος: ὁ, ἡ, ὁ τρὶς αἰώνιος, τρισαΐδιον φῶς (περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος) Τζέτζ. Ἀλληγ. σ. 16 Boiss.
-ον, Μ
ο πράγματι αΐδιος, ο μόνος αιώνιος («τρισαΐδιον φάος» — η Αγία Τριάδα, Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἀΐδιος «αιώνιος, αδιάκοπος»].