τριτοπάτωρ

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριτοπάτωρ Medium diacritics: τριτοπάτωρ Low diacritics: τριτοπάτωρ Capitals: ΤΡΙΤΟΠΑΤΩΡ
Transliteration A: tritopátōr Transliteration B: tritopatōr Transliteration C: tritopator Beta Code: tritopa/twr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, great-grandfather, Arist. Fr. 415 (but perhaps Ar.Byz.); v.l. τριπάτωρ. [The quantity of the ι is unknown.]

German (Pape)

ορος, ὁ, dritter Vater, Vater im dritten Gliede, Vetera Lexica.

Russian (Dvoretsky)

τρῐτοπάτωρ: ορος (ᾰ) ὁ прадед Arst.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐτοπάτωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ, πατὴρ ἐν τῷ τρίτῳ βαθμῷ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 376. ΙΙ. περὶ τοῦ Τριτοπάτορες οἳ ἐλατρεύοντο ἐν Ἀθήναις, ἴδε Φανόδημ. 4, Κλειτόδημ. 19, κλπ., Λοβέκ. ἐν Ἀγλαοφ. 760 κἑξ.

Greek Monolingual

-ορος, ο, ΝΑ
στον πληθ. οι τριτοπάτορες
μυθ. αγαθοί δαίμονες που προφύλασσαν την Αττική και τους κατοίκους της από κάθε κακό
αρχ.
ο προπάππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. μονοπάτωρ.