τσακίδια

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes

Greek Monolingual

τα, Ν
1. μέρος όπου μπορεί κανείς να γκρεμιστεί
2. φρ. «σύρε [ή άει ή άμε] στα τσακίδια» — φύγε να μην σέ βλέπω, εξαφανίσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσακίζω + κατάλ. -ίδια (πρβλ. πριονίδια)].