Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσω → Give me a place to stand on, and I will move the Earth.
τα, Ν1. μέρος όπου μπορεί κανείς να γκρεμιστεί2. φρ. «σύρε [ή άει ή άμε] στα τσακίδια» — φύγε να μην σέ βλέπω, εξαφανίσου.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσακίζω + κατάλ. -ίδια (πρβλ. πριονίδια)].