τσιτσίδι

From LSJ

Δαρείου καὶ Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο → of Darius and Parysatis there are born two children

Source

Greek Monolingual

Ν
επίρρ.
1. χωρίς κανένα ρούχο, εντελώς γυμνός
2. ως επίθ. τσίτσιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσιτσί + υποκορ. κατάλ. -ίδι (πρβλ. μουσκίδι)].