τσούχτρα
From LSJ
ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness
Greek Monolingual
η, Ν
1. είδος μικρού εντόμου, του οποίου το δάγκωμα προκαλεί τσούξιμο
2. κοινή ονομασία σκυφοζώων που ανήκουν στην υφομοταξία σκυφομέδουσες και τα οποία, όταν τά αγγίξει κανείς, προκαλούν οδυνηρό κνησμό και ερύθημα
3. μτφ. (για πρόσ.) δηκτικός, σαρκαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τσουξ- του αορ. έ-τσουξ-α του τσούζω + κατάλ. -τρα (πρβλ. ρουφήχτρα)].