τυρόγαλα

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source

German (Pape)

[Seite 1164] τό, erkl. Hesych. ὀῤῥός.

Greek (Liddell-Scott)

τῡρόγαλα: τό, ὀρός, δηλ. τὸ ὑδατῶδες μέρος γάλακτος, Ideler Phys. 2. 259, 261· τυρόγαλον Μοσχόπουλος σ. 101 ἐν λέξ. ὀρ(ρ)ός.

Greek Monolingual

-ογάλακτος, το, ΝΜ, και τυρόγαλο Ν
παραπροϊόν της τυροκομίας, ωχροκίτρινο θολερό υγρό που απομένει μετά από την πήξη του γάλακτος και την αποστράγγιση του τυροπήγματος, αλλ. ορός γάλακτος ή κν. σίφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + γάλα.