υγρόφυρτος

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source

Greek Monolingual

-ον, Μ
αναμεμιγμένος με υγρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -φυρτος (< φύρω «αναμιγνύω»), πρβλ. αιμόφυρτος, παντόφυρτος].