υδατοφράκτης
From LSJ
Greek Monolingual
και υδατοφράχτης, ο, Ν
μεγάλο τεχνητό φράγμα για τη συγκέντρωση ή τη συγκράτηση υδάτων και τη δημιουργία τεχνητής λίμνης ή ταμιευτήρα, υδροφράκτης («ο υδατοφράκτης του Μαραθώνα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + φράκτης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. ὑδατοφράκται, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Αθηναϊκή].