υπέκκειμαι

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief

Source

Greek Monolingual

Α
1. (για πρόσ.) βρίσκομαι σε τόπο ασφαλή, εκτός κινδύνου
2. (για πράγμ.) έχω μεταφερθεί και τοποθετηθεί κάπου για φύλαξη («καὶ ὅσα ὑπεξέκειτο αὐτόθι τῶν Κλαζομενίων», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἔκκειμαι «βρίσκομαι έξω»].