υπέρκειμαι

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

ὑπέρκειμαι ΝΜΑ κεῖμαι
βρίσκομαι πάνω από κάτι άλλο, κατέχω ψηλότερη θέση (α. «τα υπερκείμενα γεωλογικά στρώματα» β. «τὰ ὑπερκείμενα κρημνά», Πολ.
γ. «ἡ ὀφρὺς ὑπέρκειται τοῦ ὄμματος», Φιλόστρ.)
νεοελλ.
1. μτφ. δεσπόζω, κυριαρχώ («οι υπερκείμενοι λόφοι χρησιμοποιήθηκαν ως οχυρά»)
2. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το υπερκείμενο
(γεωπ.) (στη φυτοτεχνική μέθοδο εμβολιασμού) το φυτικό τμήμα που αναπτύσσεται από το εμβόλιο και δίνει την κόμη και τμήμα του κορμού του νέου φυτού, αλλ. επικείμενο
μσν.-αρχ.
μτφ.
1. κατέχω ανώτερο αξίωμα
2. υπερέχω, υπερτερώ
αρχ.
1. κατοικώ σε υψηλότερα σημεία («οἱ ὑπερκείμενοι τῆς Μακεδονίας βάρβαροι», Πολ.)
2. επιβραδύνομαι ή αναβάλλομαι
3. φρ. «εἰς πρᾱσιν ὑπερκείμενα» — εκτεθειμένα για πώληση πάπ..