υπερσυντέλικος
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
Greek Monolingual
ο / ὑπερσυντέλικος, ΝΜΑ, και ως επίθ. ὑπερσυντελικός, -ή, -όν, Α
γραμμ. (με ή χωρίς τη λ. χρόνος) μονολεκτικός ή περιφραστικός χρόνος ρήματος που δηλώνει πράξη συντελεσμένη στο παρελθόν πριν από μία άλλη επίσης ολοκληρωμένη, όπως λ.χ. είχα διαβάσει όταν μού τηλεφώνησες
αρχ.
ως επίθ. συντελεσμένος πριν από κάποιον άλλο.
επίρρ...
ὑπερσυντελικῶς ΜΑ
μσν.
(Υραμμ.) σε χρόνο υπερσυντέλικο
αρχ.
τελείως, εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + συντελικός (< συντελῶ «συμπληρώνω, ολοκληρώνω»)].