φέρσιμο

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209

Greek Monolingual

το, Ν
1. μεταφορά
2. τρόπος συμπεριφοράς, συμπεριφορά, διαγωγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω + κατάλ. -σιμο (πρβλ. πάρσιμο)].