φακιόλιον

From LSJ

Ἀκμὴ τὸ σύνολον οὐδὲν ἄνθους διαφέρει → Nil flore differt vegetus aetatis vigor → Des Lebens Blüte ist ganz wie der Blume Pracht

Menander, Monostichoi, 642
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰκιόλιον Medium diacritics: φακιόλιον Low diacritics: φακιόλιον Capitals: ΦΑΚΙΟΛΙΟΝ
Transliteration A: phakiólion Transliteration B: phakiolion Transliteration C: fakiolion Beta Code: fakio/lion

English (LSJ)

τό, = φακιάλιον (faciale, face-cloth, turban, towel), Sch.Ar.Pl.729; written φακιώλιον Stud.Pal.20.245.23 (vi A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

φακιόλιον: τό, = τῷ Λατ. fasciola, κοινῶς «φακιόλι», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 729, Βυζ.

Greek Monolingual

το / φακιόλιον, ΝΜΑ, και φακεόλιον και φακεώλιον και φακιώλιον και φακιάλιον και φακιάριον και πακιάλιον Α
είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου, αλλ. μαντίλα, τσεμπέρι, τουλπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faciale «μαντίλι» < λατ. facies «όψη, πρόσωπο»].