φαντασιοκοπώ
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
Greek Monolingual
φαντασιοκοπῶ, -έω, ΝΜΑ φαντασιοκόπος
πλάθω με τη φαντασία μου ανύπαρκτα ή αδύνατα και απραγματοποίητα πράγματα, είμαι φαντασιοκόπος
αρχ.
1. εξαπατώ κάποιον με φαντασιοκοπίες
2. κάνω ταχυδακτυλουργίες.