φασίμετρο
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
Greek Monolingual
και φασεόμετρο, το, Ν
(ηλεκτρολ.) όργανο κατάλληλο για την μέτρηση της διαφοράς φάσεως μεταξύ δύο ηλεκτρικών περιοδικών φαινομένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phasemeter (< φάση + μετρό)].