φασιανός

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486

Middle Liddell

φᾱσιᾱνός, όν
from the river Phasis (v. Φᾶσις);—ὁ φασιανός (sc. ὄρνις), the Phasian bird, pheasant, Ar.:—so Φασιανικὸς ὄρνις, with a play on συκοφάντης, Ar.

German (Pape)

[Seite 1257] vom Flusse Phasis her; dah. ὁ φασ., sc. ὄρνις, der Fasan, Ar. Nubb. 109, wo Andere an Pferde vom Phasis denken, vgl. Lob. Phryn. 460; – φασιανὸς ἀνήρ, = συκοφάντης, ein Angeber, Ar. Ach. 691.

Greek Monolingual

ο / φασιανός, -ή, -όν, ΝΜΑ
το αρσ. ως ουσ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, και γενική ονομασία πολλών ορνιθόμορφων πτηνών της οικογένειας φασιανίδες, πιο μεγαλόσωμων από τις πολύ συγγενικές τους πέρδικες και από τα ορτύκια, κοινώς, σήμερα, γνωστό και ως φαζάνι ή αγριόκοτα
αρχ.
1. αυτός που προέρχεται από τον ποταμό Φάσιο
2. φρ. «φασιανὸς ἀνήρ» — ο συκοφάντης (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φάσις, ποταμός της Κολχίδας + κατάλ. -ιανός (πρβλ. Καυκασ-ιανός). Τη λ. ως ονομ. πτηνού δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. phasianus). Η σημ. «συκοφάντης» στη φρ. φασιανὸς ἀνήρ με λογοπαίγνιο προς τη λ. φάσις «καταγγελία» (< φαίνω)].

Translations

pheasant

Albanian: fazani; Arabic: تَدْرُج‎; Armenian: փասիան; Asturian: faisán; Azerbaijani: qırqovul; Basque: faisai; Belarusian: фазан; Breton: fazan-kolc'his; Bulgarian: фазан; Burmese: ရစ်; Catalan: faisà; Chechen: аккха нӏаьна; Chinese Mandarin: 野雞/野鸡; Czech: bažant; Danish: fasan; Dutch: fazant; Esperanto: fazano; Estonian: faasan; Faroese: fasánur; Finnish: fasaani; French: faisan; Friulian: fasan; Galician: faisán; Georgian: ხოხობი; German: Fasan, Fasanenhuhn; Greek: φασιανός; Ancient Greek: φασιανός, τέταρος; Hungarian: fácán; Icelandic: fashani; Ido: fazano; Indonesian: pegar, kuau; Irish: piasún; Italian: fagiano; Japanese: キジ, 雉, 雉子; Kazakh: қырғауыл; Korean: 꿩; Kumyk: къыртавукъ; Kurdish Central Kurdish: قەرقاوِڵ‎, چۆڕ‎; Northern Kurdish: qerqewil, çor; Ladin: fasan; Latin: phasianus; Latvian: fazāns; Lithuanian: fazanas; Low German: Fasaan; Luxembourgish: Fasan; Macedonian: фазан; Maltese: faġan; Maori: peihana; Middle English: fesaunt; Mingrelian: ხოხობი, ქილორი; Mongolian: гургуул; Nanticoke: uh!-quas-capitz; Navajo: zéédzísgaii; Norman: faîsan; Norwegian Bokmål: fasan; Nynorsk: fasan; Occitan: faisan; Old English: wōrhana; Ottoman Turkish: سوكلن‎, تذرو‎; Persian: تذرو‎, قرقاول‎; Polish: bażant; Portuguese: faisão; Punjabi: ਚਕੋਰ; Romagnol: fașân; Romani: dropya; Romanian: fazan; Romansch: fasan; Russian: фазан; Sami Northern Sami: fasána; Sardinian: pidraxu, fagianu, fazanu; Scottish Gaelic: easag; Serbo-Croatian Cyrillic: фазан; Roman: fazan; Slovak: bažant; Slovene: fazan, fazanka; Sorbian Lower Sorbian: fazan; Upper Sorbian: bažant, fazan; Spanish: faisán; Swedish: fasan; Tagalog: paysan; Tatar: кыргавыл; Thai: ไก่ฟ้า; Turkish: sülün; Turkmen: sülgün; Ukrainian: фазан; Uyghur: قىرغاۋۇل‎; Venetian: fajan, fajàn; Vietnamese: gà lôi, trĩ; Volapük: fasan; Welsh: ffesant; West Frisian: fazant; Yiddish: פֿאַזאַן‎; Zhuang: roeggae