φελούκα
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
Greek Monolingual
η, Ν
1. ναυτ. πλοιάριο παρόμοιο με τη γαλέρα, εφοδιασμένο με ένα ή δύο τριγωνικά ιστία αναρτημένα σε εμπροσθοκλινείς ιστούς, καθώς και με κουπιά, που παλαιότερα χρησίμευε ως βοηθητικό σκάφος τών πειρατών
2. ειρων. κάθε μικρό κωπήλατο ή ιστιοφόρο σκάφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. feluca < ισπ. falua / faluca, πιθ. < αραβ. fulūk, πληθ. της λ. fulk «πλοίο» < ἐφόλκιον «μικρό πλοίο ή λέμβος που ρυμουλκείται πίσω από άλλο». Κατ' άλλη άποψη, η ισπ. λ. προέρχεται από το σκανδιναβικό holok].