φεμινισμός

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
αντίληψη και κίνημα που επιδιώκει την οικονομική, πολιτική, σεξουαλική και πολιτιστική ανεξαρτησία της γυναίκας, με την εξασφάλιση ισότητας δικαιωμάτων και ευκαιριών και με την εξάλειψη κάθε μορφής διακρίσεων εις βάρος τών γυναικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. feminisme < λατ. femina «γυναίκα» + κατάλ. -isme (βλ. -ισμός). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].