φεραυγής

From LSJ

τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φεραυγής Medium diacritics: φεραυγής Low diacritics: φεραυγής Capitals: ΦΕΡΑΥΓΗΣ
Transliteration A: pheraugḗs Transliteration B: pheraugēs Transliteration C: feravgis Beta Code: feraugh/s

English (LSJ)

φεραυγές, bringing light, Nonn. D. 38.81, al., PMag.Berol.2.92.

German (Pape)

[Seite 1261] ές, Licht bringend, leuchtend; Nonn. D. 38, 81 u. öfter, u. a. Sp.; Suid. erkl. κατάλαμπρος.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui porte la lumière, lumineux.
Étymologie: φέρω, αὐγή.

Greek (Liddell-Scott)

φεραυγής: -ές, ὁ φέρων φῶς, Νόνν. Δ. 38. 81, κλπ., πρβλ. φερεαυγής.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ, και φερεαυγής Α
αυτός που εκπέμπει φως («ἠελίοιο φεραυγέος», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. κυαναυγής, φωταυγής].