κυαναυγής

From LSJ

Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört

Menander, Monostichoi, 221
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠαναυγής Medium diacritics: κυαναυγής Low diacritics: κυαναυγής Capitals: ΚΥΑΝΑΥΓΗΣ
Transliteration A: kyanaugḗs Transliteration B: kyanaugēs Transliteration C: kyanavgis Beta Code: kuanaugh/s

English (LSJ)

κυαναυγές, dark-gleaming, ὀφρύες E.Alc.261 (lyr.); τὰς βολὰς τῶν ὀφθαλμῶν ἐστὶ κ. Alciphr.3.1; of the sea, κ. Ἀμφιτρίτη D.P. 169, etc.; πηγή Supp.Epigr.4.467.25 (Milet., iii A.D.); com. of dithyrambs, Ar.Av.1389.

German (Pape)

[Seite 1521] ές, dunkelblau od. schwarzglänzend, übh. schwarz; ὀφρύς, Eur. Alc. 261; vom Meere, Dion. Per. 169; von der Nacht, Orph. H. 2, 3; ἴον, Rufin. 15 (V, 74); τὰ λαμπρὰ γίγνεται ἀέρια καὶ σκότιά γε καὶ κυαναυγέα Ar. Av. 1389. – Auch in Prosa, τὸ κ., Luc. dom. 11.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d'un bleu ou d'un noir sombre et brillant.
Étymologie: κύανος, αὐγή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυαναυγής -ές [κύανος, αὐγή] met donkere glans:. ὑπ’ ὀφρύσι κυαναυγέσι βλέπων kijkend van onder zijn donkere wenkbrauwen Eur. Alc. 261. met azuurblauwe glans (van een pauwenveer).

Russian (Dvoretsky)

κυᾰναυγής: темно-синий, иссиня-черный (ὀφρύς Eur.; ἴον Anth.).

Greek Monolingual

κυαναυγής, -ές, θηλ. και κυαναγέτις, -ιδος (Α)
1. αυτός που έχει βαθύχρωμη λάμψη (α. «νεκύων ἐς αὐλὰν ὑπ' ὀφρύσι κυαναυγέσι βλέπων πτερωτὸς Ἅιδας», Ευρ.
β. «πηγάων κυαναυγέων ἐν δίνησιν», Ορφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κυαναυγές
το βαθύ χρώμα του ουρανού
3. μτφ. κωμ. (για τους διθυράμβους) μελανόστιλπνος, με σκοτεινή λάμψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -αυγής (< αὐγή ή < αμάρτυρο αὖγος), πρβλ. λευκαυγής, χρυσαυγής].

Greek Monotonic

κυᾰναυγής: -ές, αυτός που έχει σκοτεινή λάμψη, σε Ευρ., Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰναυγής: -ές, ἔχων κυανῆν τινα ἢ σκοτεινὴν λάμψιν, ὀφρύες Εὐρ. Ἄλκ. 262· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Διον Π. 169, κτλ.· ― κωμικῶς ἐπὶ τῶν διθυράμβων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1389.

Middle Liddell

κυᾰν-αυγής, ές
dark-gleaming, Eur., Ar.