Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φιλάμπελος

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φιλάμπελος Medium diacritics: φιλάμπελος Low diacritics: φιλάμπελος Capitals: ΦΙΛΑΜΠΕΛΟΣ
Transliteration A: philámpelos Transliteration B: philampelos Transliteration C: filampelos Beta Code: fila/mpelos

English (LSJ)

φιλάμπελον,
A loving the uine, θεῶν φιλαμπελωτάτη Ar.Pax308 (troch.), cf. Nonn. D. 12.41.
II rich in vineyards, D.H.1.37.

German (Pape)

[Seite 1274] den Weinstock liebend, reich an Weinstöcken; φιλαμπελωτάτη θεός Ar. Pax 308; sp. D., wie Nonn. D. 12, 42; χωρία D. Hal. 1, 37.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui aime la vigne;
2 riche en vignes.
Étymologie: φίλος, ἄμπελος.

Russian (Dvoretsky)

φιλάμπελος: любящий виноградную лозу (θεός Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

φιλάμπελος: -ον, ὁ φιλῶν τὴν ἄμπελον, τὴν θεῶν πασῶν μεγίστην καὶ φιλαμπελωτάτην Ἀριστοφ. Εἰρ. 308. ΙΙ. ὁ περιέχων ἀφθόνους ἀμπέλους ἢ ἀμπελῶνας, Διον. Ἁλ. 1. 37.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που αγαπά την άμπελο
αρχ.
(για τόπο) αυτός που έχει πολλά αμπέλια ή αμπελώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἄμπελος.

Greek Monotonic

φιλάμπελος: -ον, αυτός που αγαπά το κλήμα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

φιλ-άμπελος, ον,
loving the vine, Ar.

English (Woodhouse)

a friend to the vine

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)