φιλεργός
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
φιλεργόν, industrious, D.36.44, Plu.2.552a, etc.: τὸ φ., = φιλεργία, Ael.VH13.1. Adv. φιλεργῶς ib. 12.45.
German (Pape)
[Seite 1276] od. φίλεργος, Poll. 6, 166, Arbeit liebend, gern, emsig arbeitend, emsig, fleißig, Dem. 36, 44 u. Sp. – Adv., Ael. V. H. 12, 45.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui aime le travail, laborieux ; τὸ φιλεργόν amour du travail.
Étymologie: φίλος, ἔργον.
Greek Monolingual
-όν, Α
βλ. φίλεργος.
Greek Monotonic
φῐλεργός: -όν (ἔργον), αυτός που αγαπά τη δουλειά, εργατικός, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
φιλεργός: или φίλεργος 2 любящий деятельность, трудолюбивый, прилежный Dem., Plut.
Middle Liddell
φῐλ-εργός, όν ἔργον
loving work, industrious, Dem.