φιλόθεος
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
φιλόθεον, loving God, pious, Arist. Rh.1391b2, Ph.2.8, al., 2 Ep.Ti.3.4, Demoph Sent.44, Luc.Cal.14: Adv. φιλοθέως Poll.1.22.
German (Pape)
[Seite 1280] Gott liebend, gottesfürchtig, fromm; Arist. rhet. 2, 17; K. S. – Auch pass., von Gott geliebt, K. S.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime Dieu, pieux.
Étymologie: φίλος, θεός.
Russian (Dvoretsky)
φιλόθεος: боголюбивый, благочестивый Arst., Luc., NT.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόθεος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν Θεόν, εὐσεβής, Ἀριστ. Ρητ. 2. 17, 6, Λουκ. περὶ Διαβολ. 14, Καιν. Διαθ., κλπ.· ― Ἐπίρρ., -ως, Πολυδ. Α΄, 22, Ἐκκλ. ΙΙ. ὁ τῷ Θεῷ προσφιλής, εὐπρόδεκτος εἰς αὐτόν, Ἐκκλ.
English (Strong)
from φίλος and θεός; fond of God, i.e. pious: lover of God.
English (Thayer)
φιλοθεον (φίλος and Θεός), loving (A. V. lovers of) God: Aristotle, rhet. 2,17, 6), Philo, Lucian, others.)
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλόθεος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά και σέβεται τον θεό ή τους θεούς, θεοσεβής
αρχ.
ο προσφιλής στον θεό.
επίρρ...
φιλοθέως Α
με αγάπη για τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + θεός (πρβλ. ἀδελφόθεος)].
Greek Monotonic
φῐλόθεος: -ον, αυτός που αγαπά το θεό, ευσεβής, σε Αριστ. κ.λπ.
Middle Liddell
φῐλό-θεος, ον,
loving God, pious, Arist., etc.
Chinese
原文音譯:filÒqeoj 非羅-帖哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:喜愛-神(安置者)
字義溯源:愛神,虔誠的;由(φίλος)*=親愛)與(θεός)*=神)組成
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 愛神(1) 提後3:4