φιλόκακος
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
φιλόκακον, loving the bad or base, Phld.Lib.p.24 O., Sch.Pi.P.4.507.
German (Pape)
[Seite 1280] das Böse, die Bösen liebend, Schol. Pind. P. 4, 285.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόκᾰκος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸ κακόν, τὴν φαυλότητα, τοὺς κακούς, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 4. 507.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που πρόσκειται σε καθετί το κακό, το φαύλο, ή αυτός που δείχνει συμπάθεια στους κακούς («Θερσίτην εἰσήγαγε φιλόκακον καὶ μισάγαθον», Σχόλ. Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κακός].