Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φλομώνω

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121

Greek Monolingual

και φλωμώνω και σφλομώνω Ν φλόμος / σφλόμος]
1. ναρκώνω τα ψάρια ρίχνοντας στη θάλασσα φλόμο, ναρκωτική ουσία από το ομώνυμο φυτό
2. διαχέω καπνό, συνήθως δύσοσμο, δημιουργώντας αποπνικτική ατμόσφαιρα («μας φλόμωσες με τα τσιγάρα σου»)
3. μτφ. ζαλίζω κάποιον («μέ φλόμωσε με τις ανοησίες του»)
4. (αμτθ.) α) γεμίζω από καπνό, συνήθως δυσώδη («φλόμωσε το σπίτι από τα πολλά τσιγάρα»)
β) (για πρόσ.) i) ζαλίζομαι
ii) οργίζομαι
γ) μτφ. γίνομαι κίτρινος, χάνω το χρώμα μου («φλόμωσε μόλις άκουσε για την απόλυση του συναδέλφου του»).