φλυζάκιον
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
τό, Dim. of φλύκταινα, Hp.Coac.112, Acut. (Sp.) 26, Cels.5.28.15; cf. φυσάκια.
German (Pape)
[Seite 1293] τό, dim. zu φλύκταινα, Bläschen, Galen. aus Hippocr. erkl. ψυδράκιον.
Greek (Liddell-Scott)
φλυζάκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ φλύκταινα, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 133, πρβλ. 401. 7· παρ’ Ἡσυχ. φυσάκια, τά.
Greek Monolingual
τὸ, Α
υποκορ. μικρή φλύκταινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος του ιατρικού λεξιλογίου σχηματισμένος από το ρ. φλύζω / φλύω είτε με τη σημ. «βράζω, ξεχειλίζω, αναβλύζω» (για υγρό που βράζει) είτε με τη σημ. «φουσκώνω, πρήζομαι» (για τις σημ. βλ. λ. φλύω) με επίθημα -άκιον (< ουσ. σε -αξ, -ακος), πρβλ. σπινθηρ-άκιον: σπινθήρ.
Frisk Etymology German
φλυζάκιον: {phluzákion}
See also: s. φλύκταινα.
Page 2,1030