φυγανθρωπεύω
From LSJ
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
English (LSJ)
shun mankind, φ. ἐς ἐρημίην Aret.SD1.6.
German (Pape)
[Seite 1311] Menschen fliehen, menschenscheu sein, Sp.
Greek Monolingual
Α
αποφεύγω τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ- του αορ. ἔ-φυγ-ον του ρ. φεύγω + -ανθρωπεύω, μέσω ενός αμάρτυρου φυγάνθρωπος (πρβλ. φιλανθρωπεύω)].