φυρτός
From LSJ
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
English (LSJ)
ή, όν, mixed, kneaded up, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1316] adj. verb. von φύρω, gemischt, geknetet, beschmutzt, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φυρτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., συμπεφυρμένος, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 773Α. Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
συμπεφυρμένος, ανακατεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύρω + κατάλ. -τος τών ρηματ. επιθ. Ο τ. απαντά μόνο ως β' συνθετικό λ. (πρβλ. αἱμόφυρτος, μελίφυρτος), καθώς και στον τ. του Ησύχ. φυρτοῖσιν·...συμπεφυρμένοις].