φυτώνυμος
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
English (LSJ)
φυτώνυμον, named from a plant or tree, AP14.34, Ach.Tat.2.14.
German (Pape)
[Seite 1320] von einer Pflanze od. einem Baume den Namen habend, νῆσός τις πόλις ἐστὶ φυτώνυμον αἷμα λαχοῦσα Ep. ad. paralip. 156 (XIV, 34) aus dem Orakel, welches bei Ach. Tat. 2, 14 steht.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tire son nom d'une plante ou d'un arbre.
Étymologie: φυτόν, ὄνομα.
Russian (Dvoretsky)
φῠτώνῠμος: получивший свое название от растения (πόλις Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
φῠτώνῠμος: -ον, ὁ λαβὼν τὸ ὄνομα ἔκ τινος φυτοῦ ἢ δένδρου, Ἀνθ. Π. 14. 34, Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 14.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πάρει το όνομα του από ένα φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. πατρ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
φῠτώνῠμος: -ον, αυτός που πήρε το όνομά του από κάποιο φυτό ή δέντρο, σε Ανθ.