χαραγματιά

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Greek Monolingual

και χαραματιά, η, Ν
το αποτέλεσμα του χαράζω («έκανε μια χαραγματιά πάνω στο ξύλο με το μαχαίρι»)
2. σημάδι, ίχνος χάραξης, χαρακιά («έχει χαραγματιές η πόρτα από τα νύχια του σκύλου»)
3. (μόνον στον τ. χαραματιά) χαραμάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάραγμα / χάραμα + κατάλ. -τιά (πρβλ. δαγκωματιά)].