χειρομύλη
From LSJ
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, handmill, hand-mill, hand mill, X.Cyr.6.2.31.
German (Pape)
[Seite 1346] ἡ, = Handmühle, Xen. Cyr. 6, 2,31.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
moulin à bras.
Étymologie: χείρ, μύλη.
Russian (Dvoretsky)
χειρομύλη: (ῠ) ἡ ручная мельница Xen.
Greek (Liddell-Scott)
χειρομύλη: ἡ, «χειρόμυλος», μύλος τῇ χειρὶ στρεφόμενος, Ξέν. Κύρου Παιδ. 6. 2, 31· χειρόμῠλον, τό, Γλωσσ.· καὶ χειρομύλων, ωνος, ὁ, Διοσκ. 5. 103.
Greek Monolingual
ἡ, Α
χειρόμυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + μύλη.
Greek Monotonic
χειρομύλη: [ῠ], ἡ, χειροκίνητος μύλος, σε Ξεν.
Middle Liddell
χειρο-μύλη, ἡ,
a hand-mill, Xen.
Translations
Ancient Greek: χειρομύλη, χειρόμυλος; Assamese: জাঁত; French: moulin à bras; German: Handmühle; Pashto: مېچن; Plautdietsch: Hauntmäl; Scottish Gaelic: brà