χηλευτός

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χηλευτός Medium diacritics: χηλευτός Low diacritics: χηλευτός Capitals: ΧΗΛΕΥΤΟΣ
Transliteration A: chēleutós Transliteration B: chēleutos Transliteration C: chileftos Beta Code: xhleuto/s

English (LSJ)

χηλευτή, χηλευτόν, netted, plaited, κράνεα Hdt.7.89, cf. Poll.7.83.

German (Pape)

[Seite 1352] adj. verb. von χηλεύω, gestrickt, geflochten, Her. 7, 89.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
adj. verb. de χηλεύω.

Greek (Liddell-Scott)

χηλευτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., πεπλεγμένος, πλεκτός, οὗτοι δὲ εἶχον περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι κράνεα χηλευτά, πλεκτά, Ἡρόδ. 7, 89, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 83.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α χηλεύω
πλεγμένος, πλεκτός («κράνεα χηλευτά», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

χηλευτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., πλεκτός, διπλωμένος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

χηλευτός, ή, όν verb. adj.]
netted, plaited, Hdt. [from χηλεύω