χηραμοδύτης
From LSJ
εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
English (LSJ)
χηραμοδύτου, ὁ, one who creeps into holes, AP7.295 (Leon.) (ῡ metri gr., nisi leg. χηραμοδύπτης).
German (Pape)
[Seite 1353] ὁ, der in Löcher od. Höhlen kriecht, Leon. Tar. 91 (VII, 295), [wo υ in der Vershebung lang ist].
Russian (Dvoretsky)
χηρᾰμοδύτης: (ῡ in arsi) забирающийся в пещеры Anth.
Greek (Liddell-Scott)
χηρᾰμοδύτης: -ου, ὁ, ὁ εἰσδυόμενος εἰς ὀπάς, τρωγλοδύτης, Ἀνθ. Παλατ. 7. 295. [ῠ φύσει, ἀλλὰ ῡ ἐν ἄρσει ἔνθ’ ἀνωτ.· ὁ Δινδ. προτείνει χηραμοδύπτης.] - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.
Greek Monolingual
-ου, ὁ, Α
αυτός που εισδύει έρποντας μέσα σε τρύπες, τρωγλοδύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χηραμός «κοίλωμα, οπή, σπήλαιο» + -δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο-δύτης, τρωγλο-δύτης.