χλωριούχος
From LSJ
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
1. χημ. χαρακτηρισμός τών ενώσεων του χλωρίου με άλλα στοιχεία, εκτός του υδρογόνου και του οξυγόνου, καθώς και τών χλωριωμένων παραγώγων ορισμένων χημικών ενώσεων, όπως είναι οι υδρογονάνθρακες ή τα ανόργανα και οργανικά οξέα (α. «ανόργανες χλωριούχες ενώσεις» β. «χλωριούχο κάλιο»)
2. φρ. «χλωριούχο νάτριο» — επιστημονική ονομασία του αλατιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλώριο + -ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον θ. Αφεντούλη].