χρήστωρ

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρήστωρ Medium diacritics: χρήστωρ Low diacritics: χρήστωρ Capitals: ΧΡΗΣΤΩΡ
Transliteration A: chrḗstōr Transliteration B: chrēstōr Transliteration C: christor Beta Code: xrh/stwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, = μάντις, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1376] ὁ, = χρηστήρ, χρηστής, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

χρήστωρ: -ορος, ὁ, = χρηστήρ, χρήστης, Ἡσύχ. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 425.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «μάντις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του χρηστήρ, με επίθημα -τωρ (πρβλ. οἰκη-τήρ: οἰκή-τωρ)].