χωριατιά

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monolingual

η / χωριατία, ΝΜ χωριάτης
έλλειψη καλής συμπεριφοράς, απρέπεια, αγένεια
νεοελλ.
συνεκδ. το σύνολο των χωρικών, οι χωριάτες («μαζεύτηκε όλη η χωριατιά για να γιορτάσει»)
μσν.
βαριά προσβολή εις βάρος κάποιου.