ψάκαλος
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
petit nouveau-né d'un animal.
Étymologie: cf. ψακάς.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ψάκαλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του ψάκαλον].
Russian (Dvoretsky)
ψάκαλος: ὁ детеныш (ср. ψακαλοῦχος).