ψαλίδισμα
From LSJ
το, Ν ψαλιδίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψαλιδίζω, κόψιμο με τη χρήση ψαλιδιού
2. μτφ. α) περικοπή, ελάττωση («ψαλίδισμα δαπανών»)
β) αυστηρή λογοκρισία («ψαλίδισμα θεατρικού έργου»)
3. φρ. «η γλώσσα του θέλει ψαλίδισμα»
μτφ. πρέπει να σωπάσει.