ψαλίδισμα

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source

Greek Monolingual

το, Ν ψαλιδίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψαλιδίζω, κόψιμο με τη χρήση ψαλιδιού
2. μτφ. α) περικοπή, ελάττωσηψαλίδισμα δαπανών»)
β) αυστηρή λογοκρισίαψαλίδισμα θεατρικού έργου»)
3. φρ. «η γλώσσα του θέλει ψαλίδισμα»
μτφ. πρέπει να σωπάσει.