ψευδοφανής
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
English (LSJ)
ψευδοφανές, = ψευδοφαής (shining with false light, shining with borrowed light), Placit. 2.30.4.
German (Pape)
[Seite 1395] ές, mit falschem Lichte leuchtend; Stob. ecl. 1 p. 564; vgl. Anaxag. bei Plut. pl. phil. 2, 30.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui brille d'une manière mensongère, càd empruntée.
Étymologie: ψευδής, φαίνω.
Greek Monolingual
-ές, Α
(για τη Σελήνη κ.ά. ουράνια σώματα) αυτός που λάμπει με ξένο φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -φανής (< φαίνω, -ομαι), πρβλ. πρωτοφανής].
Russian (Dvoretsky)
ψευδοφᾰνής: светящий ложным, т. е. заимствованным светом (sc. σελήνη Plut., Diog. L.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψευδοφανής -ές [ψευδής, φαίνω] met onecht licht.